- μπουζουριάζω
- 1. συλλαμβάνω και φυλακίζω2. καταβροχθίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουζουριάζω — μπουζούριασα, μπουζουριάστηκα, μπουζουριασμένος, ρίχνω στη φυλακή κάποιον, φυλακίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)